- εντομοφθόρος
- ος , ον уничтожающий насекомых
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εντομοφθόρος — ο 1. ο εντομοκτόνος 2. το θηλ. ως ουσ. η εντομοφθόρος γένος ζυγομυκήτων που ζουν παρασιτικά στα έντομα … Dictionary of Greek